ἄνθος

ἄνθος
ἄνθος
Grammatical information: n.
Meaning: `flower' (Il.).
Derivatives: 1. Substantives. Dimin. ἀνθύλλιον (M. Ant., Dsc., also a plant like ἀνθυλλίς (Dsc.) and ἄνθυλλον (Ps.-Dsc.); ἀνθήλιον v. l. for ἀνθύλλιον (Dsc. 3, 156; 4, 121), also = κανθήλιον (Charax) s.v.; ἀνθάλιον a plant, cf. Chantr. Form. 74; ἀνθάριον ἐρύθημα H. - ἀνθήλη `a crown of flowers' (Thphr.), or from ἀνθέω. - ἀνθηδών f. `bee' (cf. ἀνθρηδών and Chantr. Form. 361), also a plant. - ἀνθίας s. v. - Άνθεστήρια n. pl. `Feast of flowers, spring' (Ion. Att., cf. Chantr. Form. 63, Schwyzer 470 : 7) with the month-name Άνθεστηριών. - Independent ἄνθεμον n. `flower' (Sappho); not with Leumann Hom. Wörter 249ff. recent back-formation as there are many derivatives; for the formation cf. ἄργεμον and Chantr. Form. 132, Ruigh, Élém. Ach. 102f. Place name Άνθεμοῦς (Macedonia). - 2. Adjectives: ἀνθηρός rather from ἀνθέω (Chantr. Form. 232). - 3. Verb ἀνθέω `bloom, blossom'.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [40] *h₂endʰ- `sprout'
Etymology: ἄνθος was equated with Skt. ándhas- n. `herb', but see the objections by Burrow Archiv. linguist. 6 (1954) 61 and Chantr. Uncertain Alb. ënde `flower', s. G. Meyer Alb. Wb. 5. Arm. and `field'; Toch. A ānt, B ānte `surface'?. The comparison with OFris. åndul `Marschgras' does not inspire confidence (Schwentner KZ 69, 244); uncertain also OHG etc. andorn (Loewe, s. Schwentner KZ 71, 32). So no reliable IE etym. remains. I wonder whether it is a substr. word. - Improbable is connection with ἀνήνοθεν (Schwebeablaut h₂endh- : h₂nodh- is improbable).
Page in Frisk: 1,108-109

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άνθος — άνθος, το και άνθι, το και ανθός, ο και αθός, ο 1. το μέρος του φυτού στο οποίο υπάρχουν τα όργανα της αναπαραγωγής, το λουλούδι: Η λεμονιά είναι γεμάτη άνθη. 2. το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο: Στη Σικελία χάθηκε το άνθος του αθηναϊκού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθος — blossom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Άνθος Χαρίτων — Τίτλος ανθολογίας του 16ου αι. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1546. Είναι γραμμένη στη δημοτική γλώσσα και αποτελείται από 35 κεφάλαια. Περιέχει αποφθέγματα διαφόρων συγγραφέων, οι οποίοι συχνά αναφέρονται με παραποιημένα τα ονόματά… …   Dictionary of Greek

  • ἄνθει — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄνθεϊ , ἄνθος blossom neut dat sg (epic ionic) ἄνθος blossom neut dat sg ἄ̱νθει , ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀνθέω blossom pres imperat act 2nd sg (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεα — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεος — ἄνθος blossom neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσι — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσιν — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”